- διαβολίζω
- 1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, οεξοργισμένος υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
διαβολισμένος — η, ο βλ. διαβολίζω … Dictionary of Greek
διαβόλισμα — το [διαβολίζω] η ενόχληση, το πείραγμα, η εξερέθιση … Dictionary of Greek